ακάνθωμα

ακάνθωμα
το Ιατρ.
καλοήθης ή κακοήθης όγκος, παραγόμενος από τα πολυεδρικά (ακανθωτά) κύτταρα τής βλαστικής στιβάδας τής επιδερμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < acanthoma, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άκανθα + κατάλ. -ωμα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

  • κερατοακάνθωμα — το ιατρ. καλοήθης όγκος τού δέρματος με τη μορφή οζιδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ceratoacanthoma < cerato (πρβλ. κέρας, τος) + acanthoma (πρβλ. ακάνθωμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”